Επικαιροποίηση των πλανητικών μεταβολών ανθρωπογενούς προέλευσης στην Ελλάδα
Περίληψη:
Η Μεσόγειος έχει αναγνωριστεί διεθνώς ως περιοχή ευάλωτη στις επιπτώσεις της ανθρωπογενούς κλιματικής μεταβολής. Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα σειράς κλιματικών προσομοιώσεων, προβλέπεται ότι μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα η θερμοκρασία στην Ελλάδα θα σημειώσει σημαντική άνοδο, ενώ παράλληλα το ύψος του υετού αναμένεται να συνεχίσει μειούμενο. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις υπάρχουσες μετρήσεις, κατά τον περασμένο αιώνα οι βροχοπτώσεις μειώθηκαν κατά περίπου 20% στη Δυτική Ελλάδα και 10% στην Ανατολική Ελλάδα. Οι μειώσεις αυτές μπορούν να αποδοθούν κατά ένα μέρος στη θετική κλιματική τάση που έχει παρατηρηθεί στην κύμανση του Βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού κατά τον παρελθόντα αιώνα. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι κατά τις προσεχείς δεκαετίες αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά και η συχνότητα εμφάνισης ακραίων τιμών της θερμοκρασίας και ακραίων τιμών της βροχόπτωσης.
Με προσομοιώσεις της ανθρωπογενούς παρέμβασης στο κλίμα προκύπτει ότι κατά το τέλος του 21ου αιώνα η θερμοκρασία του αέρα θα αυξηθεί μεταξύ 3,0 oC και 4,5 oC αντίστοιχα. Η άνοδος της θερμοκρασίας θα είναι μεγαλύτερη στις ηπειρωτικές σε σύγκριση με τις νησιωτικές περιοχές της Ελλάδος. Επιπρόσθετα, θα είναι μεγαλύτερη κατά το θέρος και το φθινόπωρο και μικρότερη κατά το χειμώνα και την άνοιξη. Αντίστοιχα, η βροχή αναμένεται ότι θα μειωθεί μεταξύ 5% (Σενάριο Β2) και περίπου 19% (Σενάριο Α2), σε επίπεδο επικράτειας. Από τις εκτιμήσεις των κλιματικών προσομοιώσεων προκύπτει ότι η σχετική υγρασία για το σύνολο της επικράτειας θα μειωθεί σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 1% (Σενάριο Β2) και 4,5% (Σενάριο Α2). Η ελάττωση της σχετικής υγρασίας αναμένεται να είναι εν γένει εντονότερη στις ηπειρωτικές περιοχές, ιδίως κατά το θέρος, ενώ στις νησιωτικές περιοχές η υγρασία δεν αναμένεται να μεταβληθεί. Οι προσομοιώσεις δείχνουν επίσης μείωση της νεφοκάλυψης στην Ελλάδα στις προσεχείς δεκαετίες σε σύγκριση με την περίοδο αναφοράς 1961-1990, η οποία κυμαίνεται μεταξύ 8% (Σενάριο Β2) και 16% (Σενάριο Α2). Στο σύνολο της επικράτειας, η ηλιακή ακτινοβολία αναμένεται να αυξηθεί μεταξύ 2,3 W/τετρ. μ. (Σενάριο Β2) και 4,5 W/τετρ. μ. (Σενάριο Α2), ενώ η μέση ετήσια τιμή της ταχύτητας του ανέμου στην επικράτεια δεν αναμένεται να μεταβληθεί σημαντικά, εκτός από τους Ετησίες ανέμους, η ένταση των οποίων αναμένεται να αυξηθεί μέχρι και 10%.
Επίσης προέκυψε ότι, ακόμα και στην περίπτωση του ενδιάμεσου Σεναρίου Α1Β, αναμένεται ότι στα ηπειρωτικά ο αριθμός των ημερών κατά τις οποίες η μέγιστη θερμοκρασία θα υπερβαίνει τους 35 oC θα είναι μεγαλύτερος κατά 35-40 ημέρες την περίοδο 2071-2100 σε σύγκριση με το παρόν. Ακόμα μεγαλύτερη αύξηση (περίπου 50 ημέρες στην επικράτεια) θα σημειωθεί στον αριθμό των ημερών με ελάχιστη θερμοκρασία άνω των 20 oC (τροπικές νύκτες). Σε αντιδιαστολή, ο αριθμός των ημερών με νυκτερινό παγετό αναμένεται να μειωθεί σημαντικά, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα (μείωση έως και κατά 40 ημέρες). Εξάλλου, η άνοδος της θερμοκρασίας θα έχει ως συνέπεια την αύξηση της χρονικής διάρκειας της βλαστητικής περιόδου κατά 15-35 ημέρες.
Μια σημαντική επίπτωση της ανόδου της θερμοκρασίας είναι η αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας για ψύξη το καλοκαίρι. Ειδικότερα, στα πεδινά ηπειρωτικά της Ελλάδος κατά την περίοδο 2071-2010 θα υπάρχει αυξημένη ανάγκη ψύξης έως και 40 επιπλέον ημέρες το χρόνο, ενώ στις νησιωτικές και ορεινές περιοχές οι αυξήσεις θα είναι μικρότερες. Μια θετική πτυχή της αλλαγής του κλίματος αποτελεί η μειωμένη ενεργειακή απαίτηση για θέρμανση που προβλέπεται για τη χειμερινή περίοδο.
Μεταβολές αναμένονται επίσης ως προς τις ακραίες τιμές της βροχόπτωσης. Στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και τη Β? Μακεδονία η μέγιστη ποσότητα του νερού που κατακρημνίζεται σε διάστημα έως 3 ημέρες αναμένεται να αυξηθεί σε ποσοστό έως 30%, ενώ στη ?υτική Ελλάδα αναμένεται να μειωθεί σε ποσοστό έως 20%. Σε αντιδιαστολή με τις πλημμυρικές περιόδους, οι μεγαλύτερες αυξήσεις της διάρκειας των ξηρών περιόδων θα σημειωθούν στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και στη Βόρεια Κρήτη, όπου αναμένονται 20 επιπλέον ημέρες ξηρασίας μέχρι το 2021-2050 και μέχρι 40 επιπλέον ημέρες το 2071-2100. Προβλέπεται ότι η μεταβολή των κλιματικών συνθηκών θα αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των ημερών με εξαιρετικά αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς, κατά 40 ημέρες το 2071-2100 σε όλη την Ανατολική Ελλάδα από τη Θράκη ως την Πελοπόννησο, ενώ μικρότερες αυξήσεις αναμένονται στη ?υτική Ελλάδα. Στα παράκτια του Ιονίου και τα ?ωδεκάνησα θα αυξηθεί η διάρκεια της περιόδου με humidex>38 oC έως και κατά 40 ημέρες, ενώ μικρότερες αυξήσεις, της τάξεως των 25 ημερών, θα σημειωθούν στα πεδινά ηπειρωτικά και στην Κρήτη κατά την περίοδο 2071-2100.
Επίσης, από τους υπολογισμούς προκύπτει ότι θα υπάρξει άνοδος της θαλάσσιας στάθμης, που θα κυμαίνεται από 0,2 έως και 2 μέτρα μέχρι το 2100. Βεβαίως, θα πρέπει να τονιστεί και η αβεβαιότητα ως προς την ασφαλή εκτίμηση της επικινδυνότητας μιας περιοχής λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, διότι η επικινδυνότητα αυτή δεν καθορίζεται μόνον από το ρυθμό και το εύρος της ανόδου της στάθμης αλλά και από άλλους τοπικούς παράγοντες, όπως ο τεκτονισμός, η προσφορά ιζήματος (από τη χέρσο) και η παράκτια γεωμορφολογία/λιθολογία.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η παράκτια ζώνη της Βόρειας Πελοποννήσου, με ρυθμούς ανύψωσης από 0,3 έως 1,5 χλστ./έτος, της Κρήτης με 0,7 έως 4 χλστ./έτος και της Ρόδου με 1,2-1,9 χλστ./έτος. Έτσι, π.χ., μια μέση τιμή ανόδου της στάθμης της θάλασσας της τάξεως των 4,3 χλστ./έτος θα περιοριστεί στα 3,5 χλστ./έτος χάρη στην αφαιρετική δράση μιας μέσης τιμής τεκτονικής ανύψωσης της τάξεως των 0,8 χλστ./έτος. Η μεταβολή των στερεοπαροχών σε περιοχές εκβολών μεγάλων ποταμών όπου δημιουργούνται ?έλτα μπορεί να αντισταθμίσει μια ενδεχόμενη άνοδο της θαλάσσιας στάθμης μέσω της προέλασης του ?έλτα λόγω αυξημένης παροχής ιζήματος. Αντίθετα, σε περίπτωση μείωσης της ποτάμιας στερεοαπορροής, η θαλάσσια επίκλυση από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας θα ενισχυθεί. Τέλος, σημαντικότατο ρόλο παίζει η παράκτια μορφολογία, ειδικότερα η κλίση και η λιθολογική της σύσταση,καθώς αυτά έχουν άμεση σχέση με τους ρυθμούς διάβρωσης.
Υπολογισμοί που έγιναν στο μήκος της ακτογραμμής των παράκτιων ζωνών δείχνουν ότι, από τα περίπου 16.300 χλμ. του συνολικού μήκους της ελληνικής ακτογραμμής, τα 960 χλμ. (6% της συνολικής ακτογραμμής) αντιστοιχούν στις παράκτιες δελταϊκές περιοχές υψηλής ευπάθειας, τα 2.400 χλμ. (15% της συνολικής ακτογραμμής) αντιστοιχούν στα νεογενή μαλακά ιζήματα μέτριας ευπάθειας, ενώ τα υπόλοιπα 12.900 χλμ. (79% της συνολικής ακτογραμμής) αντιστοιχούν στις βραχώδεις παράκτιες περιοχές χαμηλής ευπάθειας. Επομένως, το συνολικό μήκος ακτογραμμής που αντιστοιχεί σε παράκτιες περιοχές μέτριας έως υψηλής ευπάθειας στην άνοδο της θαλάσσιας στάθμης είναι περίπου 3.360 χλμ., δηλαδή το 21% της συνολικής ελληνικής ακτογραμμής. Εάν δεν υπάρξει τεκτονική και γεωδυναμική διόρθωση της ενδεχόμενης ανόδου της στάθμης της θάλασσας κατά 0,5 μ. και 1 μ. σε δελταϊκές περιοχές υψηλής επικινδυνότητας, όπως π.χ. του Αξιού-Αλιάκμονα και του Αλφειού, προκύπτει ότι το εύρος της υποχώρησης της ακτογραμμής θα κυμαίνεται μεταξύ 30 μ. και 2.750 μ., ενώ το αντίστοιχο εύρος για υποθετική άνοδο κατά 1 μ. θα κυμαίνεται μεταξύ 400 μ. και 6.500 μέτρων.